- γύψος
- ο1. ορυκτό ένυδρο θειικό ασβέστιο.2. φρ., «Μας έβαλαν στο γύψο», μας στέρησαν από κάθε ελευθερία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γύψος — chalk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
γύψοιο — γύψος chalk fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψον — γύψος chalk fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψου — γύψος chalk fem gen sg γυψόω rub with chalk pres imperat act 2nd sg γυψόω rub with chalk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύψῳ — γύψος chalk fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
γυψόκονις — η γύψος σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύψος + κόνις. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη (πρβλ. γυψοκονία)] … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
гипс — вероятно, из нем. Gips от лат. gipsum, греч. γύψος … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера